χολώομαι

χολώομαι
Α
(μτγν. μέσ. τ.) βλ. χολώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χολώομαι — χολάω to be full of black bile pres ind mp 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”